- παυνί
- παυνί: μικρόν, οἱ δὲ μέγα ἢ ἀγαθόν, Hsch. [full] παῦνις: ἀπόχρεως, Id. [full] παῦνον· μέγα, Id. [full] παυράκις· ὀλιγάκις ἢ οὐδὲν ὅλως, Id. [full] παυρακίς,A = ἡ πέμπτη (Samothrac.), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.